- διαδώ
- διαδῶ (-έω) (Α) [δω]1. περιδένω με επίδεσμο2. δένω ταινία ή τοποθετώ διάδημα στα μαλλιά μου3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο διαδούμενοςτο πασίγνωστο άγαλμα τού Πολυκλείτου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαδῶ — διαδέω bind on either side pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαδέω bind on either side pres ind act 1st sg (attic epic doric) διαδίδωμι pass on aor subj act 1st sg (epic) διαδίδωμι pass on aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδῷ — διαδίδωμι pass on aor subj act 3rd sg (epic) διαδίδωμι pass on aor subj mid 2nd sg διαδίδωμι pass on aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδῶι — διαδῷ , διαδίδωμι pass on aor subj act 3rd sg (epic) διαδῷ , διαδίδωμι pass on aor subj mid 2nd sg διαδῷ , διαδίδωμι pass on aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδέω — βλ. διαδώ … Dictionary of Greek
διαείδω — (I) διαείδω (Α) 1. διακρίνω καταδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *διαFείδω. Το β συνθετικό τής λ. *είδω δεν μαρτυρείται ως ενεργ. αλλά απαντά μόνο μέσο είδομαι*]. (II) διαείδω και αττ. τ. διᾴδω (Α) [αείδω] 1. διαγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 2. κάνω… … Dictionary of Greek